- υδροποτώ
- (ε) αμετ. -1) пить только воду;2) быть водохлёбом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υδροποτώ — ὑδροποτῶ, έω, ΝΜΑ, και πιθ. ορθότερος τ. ὑδροπωτῶ, έω, Α [υδροπότης] είμαι υδροπότης … Dictionary of Greek
κλεψιποτώ — κλεψιποτῶ, έω (Α) εξαπατώ κάποιον στο ποτό, προσποιούμαι ότι πίνω, ενώ πίνω λιγότερο από τον συμπότη μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι + ποτῶ (< ποτος < πότος < πίνω), πρβλ. οινο ποτώ, υδροποτώ. Σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος] … Dictionary of Greek
προϋδροποτώ — έω, Α [ὑδροποτῶ] πίνω νερό εκ τών προτέρων … Dictionary of Greek
υδροπωτώ — έω, Α βλ. υδροποτώ … Dictionary of Greek